Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γαλούχηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γαλούχησ|η <-εις> [ɣaˈluçisi] SUBST θηλ

1. γαλούχηση (θηλασμός):

γαλούχηση
Stillen ουδ

2. γαλούχηση μτφ (ανατροφή):

γαλούχηση
Erziehung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский