Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρακώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βρακώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [vraˈkɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. βρακώνομαι (φορώ βρακί):

βρακώνομαι

2. βρακώνομαι (ντύνομαι):

βρακώνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский