Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βλακεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βλακεία [vlaˈcia] SUBST θηλ

1. βλακεία (κουταμάρα):

βλακεία
Blödheit θηλ
η βλακεία του δεν έχει όρια

Παραδειγματικές φράσεις με βλακεία

η βλακεία σε δέρνει!
η βλακεία του δεν έχει όρια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский