Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαφτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαφτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vafˈtizɔ] VERB μεταβ

βαφτίζω
βαφτίζω το κρασί

Παραδειγματικές φράσεις με βαφτίζω

βαφτίζω το κρασί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский