Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαυκαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαυκαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vafkaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. βαυκαλίζω (νανουρίζω):

βαυκαλίζω

2. βαυκαλίζω (ξεγελώ):

βαυκαλίζω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με βαυκαλίζω

βαυκαλίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский