Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βασίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βασί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vaˈsizɔ] VERB μεταβ (στηρίζω)

Παραδειγματικές φράσεις με βασίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский