Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βασίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βασίζομαι σε
sich verlassen auf +αιτ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „βασίζομαι“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

βασίζομαι
βασίζομαι
βασίζομαι, στηρίζομαι
fußen auf +δοτ
βασίζομαι σε
βασίζομαι, υπολογίζω
rechnen auf +αιτ
βασίζομαι σε
sich verlassen auf +αιτ
βασίζομαι σε
basieren auf +δοτ
βασίζομαι σε
εμπιστεύομαι, βασίζομαι
schwören auf +αιτ
βασίζομαι σε
etw αιτ zugrunde legen
βασίζομαι σε κάτι
βασίζομαι στο λόγο κάποιου
sich gründen auf +αιτ
βασίζομαι πάνω σε
βασίζομαι στην τύχη μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский