Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαρβαροποίηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαρβαροποίησ|η <-εις> [varvarɔˈpiisi] SUBST θηλ

βαρβαροποίηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский