I. βασί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vaˈsizɔ] VERB μεταβ (στηρίζω)
I. ταυτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tafˈtizɔ] VERB μεταβ (θεωρώ όμοιο)
II. ταυτίζομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. ταυτίζομαι (είμαι όμοιος):
2. ταυτίζομαι (αισθάνομαι να ανήκω κάπου):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.