Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βανίλια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βανίλια [vaˈniʎa] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βανίλια

βανίλια σκόνη
ένα παγωτό ουδ βανίλια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский