Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαμβακερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαμβακερ|ός [vaɱvacɛˈrɔs], μπαμπακερ|ός [bambacɛˈrɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

βαμβακερός
baumwollen, Baumwoll-, aus Baumwolle

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский