Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαμβάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαμβάκι [vaɱˈvaci], μπαμπάκι [bamˈbaci] SUBST ουδ

1. βαμβάκι (φυτό, κλωστική ύλη, ύφασμα):

βαμβάκι
Baumwolle θηλ

2. βαμβάκι (για καλλωπισμό ή φαρμακευτικό σκοπό):

βαμβάκι
Watte θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский