Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαθιοκοιμάμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαθιοκοιμ|άμαι <-ήθηκα, -ισμένος> [vaθçɔciˈmamɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. βαθιοκοιμάμαι (με παίρνει ο ύπνος):

βαθιοκοιμάμαι

2. βαθιοκοιμάμαι (με πήρε ο ύπνος):

βαθιοκοιμάμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский