Ελληνικά » Γερμανικά

βά|ζω <-λα, -λθηκα, -λμένος> [ˈvazɔ] VERB μεταβ

2. βάζω (βάζω ώστε να είναι ξαπλωμένο):

βάζω

ιδιωτισμοί:

βάζω τα κλάματα
βάζω το τραπέζι
βάζω κανόνες
βάζω νερά (πλοίο)
(δεν) τα βάζω κάτω
βάζω κατά μέρος
βάζω στην άκρη
το βάζω για

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский