Ελληνικά » Γερμανικά

βαγιά [vaˈja] SUBST θηλ

1. βαγιά (δάφνη):

βαγιά
Lorbeerbaum αρσ

2. βαγιά (φοίνικας):

βαγιά
Palme θηλ

βάγια1 [ˈvaja] SUBST θηλ

Amme θηλ

βάγια2 [ˈvaja] SUBST ουδ πλ

1. βάγια (αντίστοιχα κλαδιά στους καθολικούς):

Palmzweige αρσ πλ
Palmsonntag αρσ

2. βάγια (κλαδιά δάφνης):

Lorbeerzweige αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский