Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάμμα [ˈvama] SUBST ουδ

βάμμα
Tinktur θηλ
βάμμα ιωδίου
Jodtinktur θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βάμμα

βάμμα ιωδίου
Jodtinktur θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский