Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατύχημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατύχημα [aˈtiçima] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ατύχημα

χημικό ατύχημα
πυρηνικό ατύχημα
Atomunfall αρσ
αεροπορικό ατύχημα
Autounfall αρσ
τροχαίο ατύχημα
εργατικό ατύχημα
θανατηφόρο ατύχημα
οικιακό ατύχημα
Hausunfall αρσ
πώς έγινε το ατύχημα;
θάνατος αρσ από ατύχημα
Unfalltod αρσ
αποφεύγω ένα ατύχημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский