αποφασισμέν|ος <-η, -ο> [apɔfasizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
αποφασιστικ|ός <-ή, -ό> [apɔfasistiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. αποφασιστικός (άνθρωπος):
2. αποφασιστικός (κρίσιμος: μάχη):
απρόσμενα [aˈprɔzmɛna] ΕΠΊΡΡ
νεοφασισμός [nɛɔfasizˈmɔs] SUBST αρσ
αποφασιστικότητα [apɔfasistiˈkɔtita] SUBST θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.