Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: απόλαυση , απολείπω , απολυμαίνω , απολαβαίνω , απολαμβάνω και απολαυστικός

απόλαυσ|η <-εις> [aˈpɔlafsi] SUBST θηλ

I . απολεί|πω <-ψα> [apɔˈlipɔ] VERB αμετάβ

1. απολείπω (δεν υπάρχω):

es fehlt mir an

2. απολείπω (αποθυμώ):

II . απολείπομαι VERB αυτοπ ρήμα

απολ|αβαίνω [apɔlaˈvɛnɔ], απολ|αμβάνω [apɔlaɱˈvanɔ] <-αβα> VERB μεταβ (ωφελούμαι, κερδίζω)

απολυμ|αίνω <-ανα, -άνθηκα, -ασμένος> [apɔliˈmɛnɔ] VERB μεταβ

απολαυστικ|ός <-ή, -ό> [apɔlafstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский