απίθαν|ος <-η, -ο> [aˈpiθanɔs] ΕΠΊΘ
1. απίθανος (μη αληθοφανής):
2. απίθανος (απίστευτος):
πιθαν|ός <-ή, -ό> [piθaˈnɔs] ΕΠΊΘ
επιθανάτι|ος <-α, -ο> [ɛpiθaˈnatiɔs] ΕΠΊΘ
πιθανολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [piθanɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ
απιθώνω VERB
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.