I. αξιωματικ|ός1 <-ή, -ό> [aksiɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ (επίσημα αναγνωρισμένος)
αξιοκρατικ|ός <-ή, -ό> [aksiɔkratiˈkɔs] ΕΠΊΘ
αξιομίμητ|ος <-η, -ο> [aksiɔˈmimitɔs] ΕΠΊΘ
ονοματικ|ός <-ή, -ό> [ɔnɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.