ανυπάκου|ος <-η, -ο> [aniˈpakuɔs] ΕΠΊΘ
ανυπακοή [anipakɔˈi] SUBST θηλ
-
- Ungehorsam αρσ
ανυπότακτ|ος [aniˈpɔtaktɔs], ανυπόταχτ|ος [aniˈpɔtaxtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ
1. ανυπότακτος (που δεν υποτάσσεται σε άλλους):
2. ανυπότακτος ΣΤΡΑΤ:
ανυπαίτι|ος <-α, -ο> [aniˈpɛtiɔs] ΕΠΊΘ
ανύπαρκτ|ος [aˈniparktɔs], ανύπαρχτ|ος [aˈniparxtɔs] VERB μεταβ <-η, -ο> ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.