Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντίληψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντίληψ|η <-εις> [anˈdilipsi] SUBST θηλ

1. αντίληψη (με τις αισθήσεις):

αντίληψη
Wahrnehmung θηλ

2. αντίληψη (ικανότητα να καταλαβαίνει κανείς):

αντίληψη

3. αντίληψη (άποψη, πεποίθηση):

αντίληψη
Ansicht θηλ

4. αντίληψη (το πώς βλέπει κανείς κάτι):

αντίληψη
Sichtweise θηλ
αντίληψη
Auffassung θηλ
επαγγελματική αντίληψη
η προσωπική μου αντίληψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский