ανεξέλεγκτ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɛlɛŋktɔs] ΕΠΊΘ
1. ανεξέλεγκτος (λογαριασμός):
2. ανεξέλεγκτος (αναπόδεικτος):
3. ανεξέλεγκτος (δράση, κίνηση):
4. ανεξέλεγκτος (ασύδοτος):
5. ανεξέλεγκτος (άνθρωπος):
ανεξάλειπτ|ος <-η, -ο> [anɛˈksaliptɔs] ΕΠΊΘ
ανεξερεύνητ|ος <-η, -ο> [anɛksɛˈrɛvnitɔs] ΕΠΊΘ
ανεξέλικτ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɛliktɔs] ΕΠΊΘ
ανεξήγητ|ος <-η, -ο> [anɛˈksijitɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.