αναπάντητ|ος <-η, -ο> [anaˈpanditɔs] ΕΠΊΘ
αναπάντεχ|ος <-η, -ο> [anaˈpandɛxɔs] ΕΠΊΘ
ανάπαιστος [aˈnapɛstɔs] SUBST αρσ ΛΟΓΟΤ
-
- Anapäst αρσ
αναπαυτικ|ός <-ή, -ό> [anapaftiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. αναπαυτικός (κάθισμα):
2. αναπαυτικός (δωμάτιο):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.