Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναμειγνύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναμ|(ε)ιγνύω <-(ε)ιξα, -(ε)ίχτηκα, -(ε)ιμένος> [anamiɣˈniɔ] VERB μεταβ

1. αναμ(ε)ιγνύω (ανακατώνω):

2. αναμ(ε)ιγνύω μτφ (εμπλέκω):

verwickeln in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский