αναζωογον|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anazɔɔɣɔˈnɔ] VERB μεταβ
αναζωπυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anazɔpiˈrɔnɔ] VERB μεταβ
1. αναζωπυρώνω (φωτιά, έρωτα):
αναζωογόνησ|η <-εις> [anazɔɔˈɣɔnisi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ
- αναζωογόνηση και μτφ
- Wiederbelebung θηλ
ανάγωγ|ος <-η, -ο> [aˈnaɣɔɣɔs] ΕΠΊΘ
2. ανάγωγος ΜΑΘ:
αναζωπύρωσ|η <-εις> [anazɔˈpirɔsi] SUBST θηλ
1. αναζωπύρωση (αναζωογόνηση):
2. αναζωπύρωση (επανεμφάνιση: εθνικισμού):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.