Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „αναγκαστικό“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Zwangsanleihe θηλ
αναγκαστικό δάνειο ουδ
αναγκαστικό δίκαιο
αναγκαστικό δίκαιο ουδ
Zwangskartell ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
αναγκαστικό καρτέλ ουδ
αναγκαστικό δίκαιο ουδ
αναγκαστικό μέτρο ουδ
αναπόφευκτο αναγκαστικό ψέμα ουδ
νόμος αρσ για τον αναγκαστικό πλειστηριασμό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский