Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναβαπτίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναβαπτ|ίζομαι <-ίστηκα, -ισμένος> [anavapˈtizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα μτφ

αναβαπτίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский