Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλαφιάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλαφιά|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [alaˈfçazɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. αλαφιάζομαι (τρομάζω):

αλαφιάζομαι

2. αλαφιάζομαι (κυριεύομαι από πανικό):

αλαφιάζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский