Ελληνικά » Γερμανικά

ακυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [aciˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ακυρώνω (γάμο, σύμβαση):

ακυρώνω

2. ακυρώνω (καταργώ: νόμο):

ακυρώνω

3. ακυρώνω (ανακαλώ):

ακυρώνω

4. ακυρώνω ΕΜΠΌΡ (παραγγελία):

ακυρώνω

5. ακυρώνω (εισιτήριο):

ακυρώνω

Παραδειγματικές φράσεις με ακυρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский