Ελληνικά » Γερμανικά

ακτοπλοϊκ|ός <-ή, -ό> [aktɔplɔiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ακτοπλοϊκός
Küsten-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский