Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακτινολογικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακτινολογικός <-ή, -ό> [aktinɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ακτινολογικός
röntgenologisch, Röntgen-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский