Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακτινοβόληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακτινοβόλησ|η <-εις> [aktinɔˈvɔlisi] SUBST θηλ

ακτινοβόληση
Bestrahlung θηλ
ακτινοβόληση τροφίμων

Παραδειγματικές φράσεις με ακτινοβόληση

ακτινοβόληση τροφίμων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский