Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ακονιστήρι , κονίστρα , ακονιστής και ακονιστικός

ακονιστήρι [akɔnisˈtiri] SUBST ουδ

1. ακονιστήρι (όργανο):

Schleifstein αρσ

2. ακονιστήρι (εργαστήριο):

Schleiferei θηλ

ακονιστής (ακονίστρια) [akɔnisˈtis, akɔˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ακονιστής (ακονίστρια)
Schleifer(in) αρσ (θηλ)

κονίστρα [kɔˈnistra] SUBST θηλ και μτφ

ακονιστικ|ός <-ή, -ό> [akɔnistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский