Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακονίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [akɔˈnizɔ] VERB μεταβ

1. ακονίζω (με ακόνι):

ακονίζω

2. ακονίζω μτφ (μυαλό):

ακονίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский