Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακατοίκητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακατοίκητ|ος <-η, -ο> [akaˈticitɔs] ΕΠΊΘ

1. ακατοίκητος (που δεν κατοικείται):

ακατοίκητος

2. ακατοίκητος (ακατάλληλος για κατοικία):

ακατοίκητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский