Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακατηγόρητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακατηγόρητ|ος <-η, -ο> [akatiˈɣɔritɔs] ΕΠΊΘ

1. ακατηγόρητος (που δεν κατηγορήθηκε):

ακατηγόρητος

2. ακατηγόρητος (άψογος):

ακατηγόρητος

3. ακατηγόρητος ΝΟΜ:

ακατηγόρητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский