Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακαταστασία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακαταστασία [akatastaˈsia] SUBST θηλ

1. ακαταστασία (έλλειψη τάξης):

ακαταστασία
Unordnung θηλ

2. ακαταστασία (αστάθεια: καιρού):

ακαταστασία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский