Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακαταστάλακτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακαταστάλαχτ|ος [akataˈstalaxtɔs], ακαταστάλακτ|ος [akataˈstalaktɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. ακαταστάλαχτος (θολός):

2. ακαταστάλαχτος (που δεν αποφάσισε ακόμα):

3. ακαταστάλαχτος (που δεν έχει πάρει την οριστική του μορφή):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский