Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακατασκεύαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακατασκεύαστ|ος <-η, -ο> [akataˈscɛvastɔs] ΕΠΊΘ

1. ακατασκεύαστος (μη κατασκευασμένος):

ακατασκεύαστος

2. ακατασκεύαστος (ατελής):

ακατασκεύαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский