Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακατάσχετος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακατάσχετ|ος <-η, -ο> [akaˈtasçɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. ακατάσχετος (γενικά):

ακατάσχετος

2. ακατάσχετος (αιμορραγία):

ακατάσχετος

3. ακατάσχετος ΝΟΜ:

ακατάσχετος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский