Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακατάλυτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακατάλυτ|ος <-η, -ο> [akaˈtalitɔs] ΕΠΊΘ

1. ακατάλυτος (πράγμα):

ακατάλυτος

2. ακατάλυτος (πίστη):

ακατάλυτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский