Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιματοκυλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιματοκυλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛmatɔciˈlizɔ] VERB μεταβ

1. αιματοκυλίζω (κατασφάζω):

αιματοκυλίζω

2. αιματοκυλίζω (οδηγώ σε αιματοχυσία: λαό):

αιματοκυλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский