Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αεροσκάφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αεροσκάφος [aɛrɔˈskafɔs] SUBST ουδ

αεροσκάφος s. a.

αεροσκάφος
Flugzeug ουδ
επιβατικό αεροσκάφος
αεροσκάφος ραντάρ
Radarflugzeug ουδ

Βλέπε και: αεροπλάνο

αεροπλάνο [aɛrɔˈplanɔ] SUBST ουδ

Flugzeug ουδ
Aufklärer αρσ
Abfangjäger αρσ
Bomber αρσ
Jäger αρσ
Jagdflugzeug ουδ
Kampfflugzeug ουδ
Radarflugzeug ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αεροσκάφος

επιβατικό αεροσκάφος
αεροσκάφος ραντάρ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский