Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αεικίνητο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αεικίνητο [aiˈcinitɔ] SUBST ουδ

αεικίνητο
Perpetuum mobile ουδ
προσπαθώ να βρω το αεικίνητο

Παραδειγματικές φράσεις με αεικίνητο

προσπαθώ να βρω το αεικίνητο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский