Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδραττω ευκαιρία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευκαιρία [ɛfcɛˈria] SUBST θηλ

1. ευκαιρία (περίσταση ευνοϊκή):

Gelegenheit θηλ

2. ευκαιρία (δυνατότητα):

Möglichkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский