Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιερεύνητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιερεύνητ|ος <-η, -ο> [aðiɛˈrɛvnitɔs] ΕΠΊΘ

1. αδιερεύνητος (σύμπαν, αγορά):

αδιερεύνητος

2. αδιερεύνητος (υπόθεση):

αδιερεύνητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский