Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιαμόρφωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιαμόρφωτ|ος <-η, -ο> [aðiaˈmɔrfɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αδιαμόρφωτος (πλατεία, κήπος):

αδιαμόρφωτος

2. αδιαμόρφωτος (χαρακτήρας):

αδιαμόρφωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский