Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιάλυτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιάλυτ|ος <-η, -ο> [aðiˈalitɔs] ΕΠΊΘ

1. αδιάλυτος (που δε διαλύεται):

αδιάλυτος

2. αδιάλυτος ΧΗΜ (ουσία):

αδιάλυτος

3. αδιάλυτος (που δε διαλύθηκε):

αδιάλυτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский